- ηλεκτρέλαιο
- τοχημ. πτητικό έλαιο που παράγεται κατά την ξηρά απόσταξη τών απορριμμάτων τής επεξεργασίας τού ηλέκτρου (κεχριμπαριού).[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. amber oil < amber «ήλεκτρο» oil «έλαιο». Η λ. στον λόγιο τ. ηλεκτρέλαιον μαρτυρείται από το 1831 στον Διονύσιο Πύρρο το Θεσσαλό].
Dictionary of Greek. 2013.